- γλυκυδερκής
- γλυκυδερκής, -ές (Α)1. αυτός που κοιτάζει γλυκά2. εκείνος που έχει γλυκιά όψη, που χαίρεσαι να τον κοιτάζεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + -δερκής < δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. οξυδερκής, πολυδερκής κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκυδερκής — with a sweet glance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυδερκές — γλυκυδερκής with a sweet glance masc/fem voc sg γλυκυδερκής with a sweet glance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek